- ατόνιστος
- -η, -ο1. γραμμ. (για λέξεις) χωρίς τόνο, άτονος2. (για στίχους) αμελοποίητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ατόνιστος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι προσαρμοσμένος σε μουσική: Πολλά ωραία ποιήματα είναι ατόνιστα. 2. αυτός που δεν έχει το σημάδι του τόνου: Πολλές λέξεις τις έχει αφήσει ατόνιστες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)